πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
[[[κούφος]] (Ι)]
1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα»)
2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου»)
3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας»).