κροκονητική

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκονητική Medium diacritics: κροκονητική Low diacritics: κροκονητική Capitals: ΚΡΟΚΟΝΗΤΙΚΗ
Transliteration A: krokonētikḗ Transliteration B: krokonētikē Transliteration C: krokonitiki Beta Code: krokonhtikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, (

   A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.

German (Pape)

[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.

Greek Monolingual

κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονο-νητική].