κροτίδα
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
Greek Monolingual
η
1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο
2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα
3. μικρό άνοιγμα σε βράχο, τοίχο ή άλλο μέρος στο οποίο τοποθετείται δυναμίτης για να προκληθεί ανατίναξη ή διάρρηξη
4. μεταλλική θήκη που περιέχει εκρηκτική ύλη
5. ακουστικό σήμα που χρησιμοποιείται στους σιδηροδρόμους για να βεβαιωθεί με ασφάλεια η απόλυτη στάθμευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος. Η λ., στον λόγιο τ. κροτίς, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή].