κύβερνος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνος Medium diacritics: κύβερνος Low diacritics: κύβερνος Capitals: ΚΥΒΕΡΝΟΣ
Transliteration A: kýbernos Transliteration B: kybernos Transliteration C: kyvernos Beta Code: ku/bernos

English (LSJ)

   A gubernita, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.

Greek (Liddell-Scott)

κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.

Greek Monolingual

κύβερνος, ό (AM, Μ και κυβερνός)
κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιοςκύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας», Γρηγ. Ναζ.)
μσν.
αυτός που κυβερνά πολιτεία, ο διοικητής.