κρυψιμέτωπος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ον,
A hiding the forehead, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.
Greek Monolingual
κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντι-μέτωπος, λευκο-μέτωπος].