Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυπαρίσσι

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

το (AM κυπαρίσσιον, Μ και κυπαρίσσιν)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ευθυτενής και λυγερός («έχει κορμί κυπαρίσσι»)
2. φρ. «τον πήγανε στα κυπαρίσσια» — τον θάψανε
νεοελλ.-μσν.
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ειδών του γένους γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών cupressus, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες
αρχ.
(υποκορ. του κυπάρισσος) μικρό κυπαρίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος.
ΠΑΡ. νεοελλ. κυπαρισσάκι, κυπαρισσένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κυπαρισσοβεργόλικος, κυπαρισσοβεργόλυγος, κυπαρισσόλικος
μσν.- νεοελλ.
κυπαρισσόμηλο, κυπαρισσόξυλο, κυπαρισσόφυλλο
νεοελλ.
κυπαρισσέλαιο, κυπαρισσόχορτο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αγριοκυπάρισσο].