λαμπερός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ λαμπερός, -ή, -όν) λάμπω
1. αυτός που εκπέμπει λάμψη, ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. φωτεινός, ηλιόλουστος
μσν.
μτφ. περιφανής.