λειώσιμο
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
το λειώνω
τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση
2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα
3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα.