λειτούργημα

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειτούργημα Medium diacritics: λειτούργημα Low diacritics: λειτούργημα Capitals: ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: leitoúrgēma Transliteration B: leitourgēma Transliteration C: leitoyrgima Beta Code: leitou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A performance of a public service, D.H.6.40, Plu. Ages.36, POxy.1412.14 (iii A.D.), Jul.Or.1.21d.    2 performance of religious ritual, LXX Nu.4.32.

German (Pape)

[Seite 26] τό, ein dem Volke oder Staate in einem öffentlichen Amte geleisteter Dienst, Plut. Ages. 36 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λειτούργημα: τό, ἡ ἐκτέλεσις λειτουργίας, Πλουτ. Ἀγησ. 36, κτλ.˙ ― ὡσαύτως λειτουργησία, ἡ, πιθ. γραφὴ παρὰ Φιλοστρ. τ. 2 σ. 112, 29, ἔκδ. Kayser.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 accomplissement d’un service public;
2 p. ext. accomplissement d’un service en gén.
Étymologie: λειτουργέω.

Greek Monolingual

το (AM λειτούργημα) λειτουργώ
δημόσια υπηρεσία η οποία ασκείται υπέρ του λαού ή της πολιτείας
νεοελλ.
προσφορά υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο («το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα»)
(νεο-ελλ.-μσν.) το σύνολο τών καθηκόντων, το αξίωμα του λειτουργού, ιδίως του δημόσιου
αρχ.
η εκτέλεση του τυπικού της θείας λατρείας.