λεμόνι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον)
1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός της λεμονιάς
2. ο χυμός του λεμονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη -ι-, πιθ. με επίδραση του αραβ. laymūn.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. λεμονιά(-έα)
(νεο-ελλ.) λεμονάδα, λεμονής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λεμονανθός, λεμονοδάσος, λεμονόζουμο, λεμονόκουπα, λεμονόπιτα, λεμονοπορτόκαλο, λεμονόστυμμα, λεμονοστύφτης, λεμονόφλουδα. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αβγολέ(ι)μονο, γλυκολέ(ι)μονο, ζαχαρολέμονο, κιτρολέ(ι)μονο, λαδολέμονο, ξινολέ(ι)μονο, σαπιολέμονο].