λίσγος
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
German (Pape)
[Seite 53] ὁ (verwandt mit λίστρον, ligo), spätes Wort, Grabscheit, Schaufel, Hacke zum Ebenen des Bodens, Artemidor. 2, 24 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bêche, hoyau.
Étymologie: cf. lat. ligo -- DELG pas d’étym. claire.
Greek Monolingual
ο (Α λίσγος)
είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < λίγσκος (πρβλ. μίσγω < μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, -ōnis «αξίνα». Κατ' άλλους < λίδ-σκος (πρβλ. λίστρον)].