λιχνώδης

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνώδης Medium diacritics: λιχνώδης Low diacritics: λιχνώδης Capitals: ΛΙΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lichnṓdēs Transliteration B: lichnōdēs Transliteration C: lichnodis Beta Code: lixnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = λίχνος, Ael.Fr.325 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.