λοισθήιος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
Greek (Liddell-Scott)
λοισθήιος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ λοίσθιος, λοῖσθος, Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ ἄεθλον, «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον ἔπαθλον ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· ὡσαύτως πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) αὐτόθι 751.
English (Autenrieth)
(λοῖσθος): for the last in the race, only of prizes, ἄεθλον; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, δευτερεῖα), prize for the last, Il. 23.751. (Il.)
Greek Monolingual
λοισθήϊος, -ον (Α) [[[λοίσθος]] (I)]
αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον» — πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.).