λιχνεύω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνεύω Medium diacritics: λιχνεύω Low diacritics: λιχνεύω Capitals: ΛΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: lichneúō Transliteration B: lichneuō Transliteration C: lichneyo Beta Code: lixneu/w

English (LSJ)

   A gormandize, περὶ τὰς πέτρας Luc.Pisc.48, cf. Arr.Epict.2.4.8, Plu.2.713c.    II desire greedily, covet, τὰ δημόσια D.H.8.73; δόξαν Plu. Comp.Dem.Cic.2:—Med., desire eagerly to do, c. inf., Id.2.347a; to be greedy, λ. εἰς ὅρασιν Lib.Descr.30.3: c. gen., σαρκὸς ἀνθρωπείου λ. Sch.Il.Oxy.221 ix 35:—Pass., to be lusted after, Nic.Dam. 1 J. codd. (dub.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνεύω: (λίχνος) λείχω, λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. λείχω ἐντελῶς, ὄψον Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι λαίμαργος, λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· περί τι Συνέσ. 90Α.

French (Bailly abrégé)

lécher ; fig. être avide de, convoiter, acc.;
Moy. λιχνεύομαι m. sign. ; avec l’inf. : être avide de faire qch.
Étymologie: λίχνος.

Greek Monolingual

(AM λιχνεύω) λίχνος
επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ' ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῡ λόγου δόξαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης
2. λείχω, γλείφω.