λυγμός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγμός Medium diacritics: λυγμός Low diacritics: λυγμός Capitals: ΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: lygmós Transliteration B: lygmos Transliteration C: lygmos Beta Code: lugmo/s

English (LSJ)

, (λύζω)

   A = λύγξ (B), Hp.Aph.5.3, Arist.Pr.961b9,963a38 (pl.), Nic.Th.434 (pl.), J.BJ6.2.2.    II = ὀλολυγμός, Suid.; = θρῆνος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λυγμός: -οῦ, ὁ, (λύζω) = λύγξ, (ἡ), Ἱππ. Ἀφ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 καὶ 17· ἐν τῷ πληθ., Νικ. Θηρ. 434.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, cf. λύγξ².

Greek Monolingual

ο (AM λυγμός)
σπασμός του διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή του αέρα που υπάρχει στον θώρακα
μσν.-αρχ.
λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ- του λύζω «έχω λόξυγγα, βγάζω λυγμό» + κατάλ. -μός (πρβλ. κράζω: κραγμός)].