λογοκρισία

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

η
ο ασκούμενος από ειδική κρατική υπηρεσία προληπτικός έλεγχος στο περιεχόμενο εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας καθώς και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censure, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή].