μαγαζί

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

το (Μ μαγαζί)
1. κατάστημα πώλησης διαφόρων αγαθών, εμπορικό κατάστημα ή εργαστήριο
2. αποθήκη
νεοελλ.
στον πληθ. τα μαγαζιά
η αγορά, ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα ή εργαστήρια
μσν.
χώρος για φύλαξη χρήσιμων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. magazin, ιταλ. magazzino < αραβ. machāzin, πληθ. του machzan].