μαέστρος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
ο
1. διευθυντής ορχήστρας ή μουσουργός, μελοποιός, μουσικοσυνθέτης
2. (συνεδκ.) ικανότατος για κάτι, δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestro].