Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάλαξη

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

η (AM μάλαξις) μαλάσσω
το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι μαλάξεις
σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους θυλάκους, στους συνδέσμους, στις αρθρικές κάψες, στα στοιχεία τών οστών, ακόμη και στα σπλάγχνα, και οι οποίοι επενεργούν σε όλο το κινητήριο σύστημα καθώς και στις μείζονες φυσιολογικές λειτουργίες εξυπηρετώντας θεραπευτικούς, αισθητικούς και υγιεινούς σκοπούς, αλλ. μασάζ
αρχ.
φρ. «μάλαξις τροφῆς» — πέψη, χώνευση.