μαρτιχόρας
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ὁ,
A man-eater, i.e. tiger, described with fabulous attributes by Ctes. ap. Arist.HA501a26 (v.l. μαρτιοχώρας, μαντιχώρας), cf. Ctes.Fr.57.7, Id. ap. Paus.9.21.4 (μαρτιόρα codd.), et ap.Ael. NA4.21. (Cf. Opers. martiya- 'man', Avest. khwar- 'eat', Mod. Pers. mard-khwār 'man-eater'.)
Greek (Liddell-Scott)
μαρτιχόρας: ὁ, τὸ Περσικὸν mard-khora, ὁ ἀνθρωποφάγος, μυθῶδες ζῷον μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Κτησίου, καὶ ὡς φαίνεται σύνθετον ἐκ λέοντος, ὕστριχος καὶ σκορπίου μετ’ ἀνθρωπίνης κεφαλῆς, Κτησ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53· ἴδε Η. Η. Wilson on Ctesias σ. 39. Παρ’ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὑπάρχει διάφ. γραφ. μαντιχώρας, καὶ ὁ Calpurn. Ecl. 7. 59 ἔχει manticŏra.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tigre, animal.
Étymologie: DELG emprunt à l’iranien : v-perse martiya « homme », avest. xar « dévorer », pers. mardon-xar « mangeur d’hommes ».
Greek Monolingual
μαρτιχόρας και μαρτιοχώρας και μαντιχώρας, ὁ (Α)
μυθικό τετράποδο ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. martiya- «άνθρωπος», αβεστ. xvar- «καταβροχθίζω», περσ. mardom-xār «ανθρωποφάγος»].