μελανόθριξ

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοθριξ Medium diacritics: μελανόθριξ Low diacritics: μελανόθριξ Capitals: ΜΕΛΑΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: melanóthrix Transliteration B: melanothrix Transliteration C: melanothriks Beta Code: melano/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ,

   A black-haired, Hp.Epid.1.19, Arist.GA786a25.[accentuation edited HD]

German (Pape)

[Seite 119] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, -τριχος)
αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].