μελανώνω

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

και μελανώ (ΑM μελανῶ, -όω, Μ και μελανώνω) μέλας, -ανος]
καθιστώ κάτι μαύρο, μαυρίζω
νεοελλ.
1. κηλιδώνω, λερώνω κάτι με μελάνη
2. επαλείφω τυπογραφικά στοιχεία ή σφραγίδα με μελάνη
μσν.
μέσ. μελανοῦμαι, -όομαι και μελανώνομαι
α) είμαι μαύρος, μαυρίζω
β) σκοτεινιάζω.