μελανώνω
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
και μελανώ (ΑM μελανῶ, -όω, Μ και μελανώνω) μέλας, -ανος]
καθιστώ κάτι μαύρο, μαυρίζω
νεοελλ.
1. κηλιδώνω, λερώνω κάτι με μελάνη
2. επαλείφω τυπογραφικά στοιχεία ή σφραγίδα με μελάνη
μσν.
μέσ. μελανοῦμαι, -όομαι και μελανώνομαι
α) είμαι μαύρος, μαυρίζω
β) σκοτεινιάζω.