μεταποίηση

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταποίησις) μεταποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση»)
νεοελλ.
(οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών σε νέα τελικά προϊόντα, που διαφέρουν είτε στη μορφή είτε στις ιδιότητες και τις λειτουργίες από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους
β) ο αντίστοιχος κλάδος της οικονομίας
αρχ.
1. απαίτηση, αξίωση
2. πρόσκτηση.