μεταποίηση

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταποίησις) μεταποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση»)
νεοελλ.
(οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών σε νέα τελικά προϊόντα, που διαφέρουν είτε στη μορφή είτε στις ιδιότητες και τις λειτουργίες από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους
β) ο αντίστοιχος κλάδος της οικονομίας
αρχ.
1. απαίτηση, αξίωση
2. πρόσκτηση.