μεταφοιτώ

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

μεταφοιτῶ, -άω (ΑΜ)
μεταβαίνω από ένα πρόσωπο σε άλλο ή από μια θέση ή κατάσταση σε άλλη
αρχ.
γυρίζω πάλι πίσω, επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φοιτῶ «περιφέρομαι, συχνάζω»].