μηνύτωρ

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνύτωρ Medium diacritics: μηνύτωρ Low diacritics: μηνύτωρ Capitals: ΜΗΝΥΤΩΡ
Transliteration A: mēnýtōr Transliteration B: mēnytōr Transliteration C: minytor Beta Code: mhnu/twr

English (LSJ)

[ῡ], Dor. μᾱν-, ορος, ὁ,

   A = μηνυτήρ, AP11.177 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 175] ορος, ὁ, poet. = μηνυτήρ, Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.

Greek (Liddell-Scott)

μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 177.

Greek Monolingual

και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ)
αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
νεοελλ.
φρ. «μηνύτορας RNΑ»
βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ)].