μιλιάριον

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑλῐάριον Medium diacritics: μιλιάριον Low diacritics: μιλιάριον Capitals: ΜΙΛΙΑΡΙΟΝ
Transliteration A: miliárion Transliteration B: miliarion Transliteration C: miliarion Beta Code: milia/rion

English (LSJ)

[ῐλῐᾱ], τό,

   A a high copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, AP11.244, Ath.3.98c, Hero Spir.2.34; gloss on ἰπνολέβης, Sch.Luc.Lex.8.    II milestone, Lyd.Mens. 4.49.

German (Pape)

[Seite 186] τό, das römische miliarium, Meilenzeiger, Sp. – Auch ein hohes kupfernes, nach oben spitz zulaufendes Gefäß zum Bereiten des warmen Wassers, Ath. III, 98 c; χαλκοῦν, Nicarch. 34 (XI, 244), mit βαύκαλις verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

μιλιάριον: τό, = Λατ. milliarium, ἡ στήλη, τὸ τοῦ ὀκτασταδίου σημεῖον, Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο ὕδωρ, ἰπνολέβης, Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase de cuivre pour chauffer l’eau.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν)
1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό
2. μιλιοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (< mille)].