μόριο
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το (ΑΜ μόριο, Μ και ἐμόριον) μόρος
1. ελάχιστο τμήμα, τεμάχιο, τεμαχίδιο («εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἕν μὴ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ μόρια», Πλάτ.)
2. συστατικό τμήμα ενός συνόλου («εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου», Αριστοτ.)
3. μέρος του οργανισμού ζώων ή φυτών («Περὶ ζῴων μορίων» — τίτλος συγγράμματος του Αριστοτέλους)
4. μέλος του ανθρώπινου σώματος
5. συν. στον πληθ. τα μόρια
α) τα γεννητικά όργανα του άρρενος και του θήλεος
β) γλωσσ. μικρές, μονοσύλλαβες κυρίως, άκλιτες λέξεις, τών οποίων ο ρόλος είναι γραμματικοσυντακτικός μάλλον παρά λεξιλογικός, υπό την έννοια ὅτι δεν είναι φορείς συνήθους λεξικής σημασίας, αλλά ποικίλλουν, χρωματίζουν, συνδέουν τις προτάσεις και βοηθούν στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων
νεοελλ.
χημ. ομάδα ατόμων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους αρκετά ισχυρά, ώστε να αποτελούν μια ξεχωριστή οντότητα δρώντας συλλογικά ως ενιαία μονάδα
μσν.
οι όρχεις
μσν.-αρχ.
κλάσμα
αρχ.
1. τμήμα της σφαίρας του κόσμου («φασὶ τρία μόρια εἶναι γῆν πᾱσαν», Ηρόδ.)
2. μέρος της συλλαβής, γράμμα του αλφαβήτου
3. τμήμα στρατού
4. (για προσ.) μέλος συμβουλίου
5. κλάσμα με παρονομαστή τη μονάδα
6. ο παρονομαστής του κλάσματος
7. φρ. α) «μόρια λόγου» — τα μέρη του λόγου
β) «μόριον ἐγκλιτικόν» ή, απλώς, «μόριον» — άκλιτο λεξίδιο που ο τόνος του ακολουθεί τους κανόνες της εγκλίσεως του τόνου
γ) «μορίου» ή «ἐν μορίῳ» — διαιρούμενο υπό.