μύσσω

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

German (Pape)

[Seite 223] att. μύττω, als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.

Greek Monolingual

αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε -σσω (πρβλ. τρομάζω-τρομάσσω, σταλάζω-σταλάσσω, ρημάζω- ρημάσσω), δοθέντος ότι ο αόριστος και στους δύο τύπους ρημάτων σε -σσω και σε -ζω σχηματίζεται σε -ξα. Συνέβη επίσης και το αντίστροφο: από ρήματα σε -σσω σχηματίστηκαν ρήματα σε -ζω για τον ίδιο ακριβώς λόγο (πρβλ. φράσσω -φράζω, συνάσσω-συνάζω)].