νεοελληνικός

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες ή στη νεώτερη Ελλάδα, σε αντιδιαστολή με τους αρχαίους Έλληνες ή την αρχαία Ελλάδα
2. το θηλ. ως ουσ. η Νεοελληνική
η γλώσσα τών νεωτέρων Ελλήνων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νεοελληνικά
το μάθημα της νεώτερης ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεοέλλην. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Πλ. Πετρίδη].