μουσουργία
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ἡ,
A singing, making poetry, Luc.Vit.Auct.3, Corp.Herm.18.6.
German (Pape)
[Seite 211] ἡ, das Spielen, Singen, Dichten, Luc. Vit. auct. 3 astrol. 10.
Greek (Liddell-Scott)
μουσουργία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μουσουργοῦ, μελοποιΐα, ποίησις, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant, poésie.
Étymologie: μουσουργός.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μουσουργία, Α ιων. τ. μουσουργίη) μουσουργός
νεοελλ.
η σύνθεση μουσικών έργων
μσν.-αρχ.
μελοποιία.