Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουστάκι

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν)
νεοελλ.
η υπήνη του προβόλου τών ιστιοφόρων
νεοελλ.-μσν.
1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος
2. στον πληθ. τα μουστάκια
α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και μερικά ψάρια στα πλευρά του προσώπου τους
β) οι τρίχες που φέρουν τα σμηριγγόπτερα τών εντομοφάγων πουλιών καθώς και αυτές που βρίσκονται κοντά στο στόμα σε μερικές μύγες
γ) τα ευαίσθητα τριχίδια τών σαρκοβόρων φυτών, καθώς και οι βελονοειδείς αποφύσεις τών σταχιών
μσν.
1. πρόσωπο, όψη
2. φρ. «δὲν ἔχω μουστάκι νὰ φανῶ» — δεν τολμώ να εμφανιστώ, ντρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μουστάκι(ον) < μυστάκ-ιον, υποκορ. του αρχ. μύσταξ].