ξέβγαλμα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το
1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση του διαλυμένου σαπουνιού ή του απορρυπαντικού, ξέπλυμα
2. κατευόδωση, προπομπή
3. αποπλάνηση, διαφθορά
4. αφαίρεση της ζωής κάποιου με βίαιο και δόλιο τρόπο
5. η συνοδεία κάποιου προκειμένου να περάσει από τόπο ή χώρο όπου κατοικούν εχθροί του.