μπαγκέτα
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
και μπακέτα, η
1. μικρή ξύλινη ράβδος με την οποία ο αρχιμουσικός διευθύνει την ορχήστρα
2. (κατ' επέκτ.) το πλήκτρο με το οποίο ο τυμπανιστής κτυπά το τύμπανο
3. κεντητό στόλισμα περικνημίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baguette < ιταλ. bacchetta < λατ. baculum «βάκτρον, ραβδί»].