μουρμουρίζω
Greek Monolingual
(Μ μουρμουρίζω)
1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω
2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω
νεοελλ.
1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή
2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.)
μσν.
φρ. «μουρμουρίζω το γουί» — θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορμυρίζω με κώφωση του -ο- σε -oυ- και αφομοιωτική τροπή του -υ- σε -ου-].