μύλλον

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύλλον Medium diacritics: μύλλον Low diacritics: μύλλον Capitals: ΜΥΛΛΟΝ
Transliteration A: mýllon Transliteration B: myllon Transliteration C: myllon Beta Code: mu/llon

English (LSJ)

τό,

   A lip, Poll.2.90.

German (Pape)

[Seite 217] τό, die Lippe, Poll. 2, 90.

Greek (Liddell-Scott)

μύλλον: τό, χεῖλος, Πολυδ. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω).

Greek Monolingual

μύλλον, τὸ (Α)
χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα mū, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ-κ-ῶμαι «μουγκρίζω», μύζω Ι) με επίθημα -λος και εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. mūla, γερμ. Μaul «ρύγχος, στόμα ζώου» και με αρχ. ινδ. mūla- «ρίζα» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. μύλλον εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: Μύλλος, Μυλλίων, Μυλλέας, Μυλλίς (εκτός κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το ψάρι μύλλος)].