μυρμηκολέων
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ant-lion, LXX Jb.4.11.
German (Pape)
[Seite 220] οντος, ὁ, der Ameisenlöwe, LXX., wo es Andere auch von einer unbestimmten Art Löwen erklären.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκολέων: -οντος, ὁ, ὄνομα ζῴου παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 11), ποικίλως ἑρμηνευόμενον, ἰδὲ Bochart Hierozoïc. 2, σελ. 813.
French (Bailly abrégé)
έοντος (ὁ) :
fourmilion insecte.
Étymologie: μύρμηξ, λέων.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυρμηκολέων)
νεοελλ.
βλ. μυρμηλέων
μσν.
πιθ. είδος μυθικού ζώου με δύο φύσεις, λιονταριού και μυρμηγκιού
αρχ.
είδος λιονταριού ή, κατά διάφορη ερμηνεία, είδος μυρμηκοφάγου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + λέων (πρβλ. αγγλ. myrmeleon)].