μυρμηγκιάζω
From LSJ
Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται → But tyranny is a happy state in many ways, and the tyrant has the power to act and speak as they wish
Greek Monolingual
και μερμηγκιάζω μυρμήγκι
1. γεμίζω από μυρμήγκια
2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.)
3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα.
4. μουδιάζω.