νέμηση
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
η (Α νέμησις, -έως, ιων. γεν. -ιος)
νεοελλ.
(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή της περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του
αρχ.
1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.)
2. η περιοχή, το έδαφος
3. διάδοση, εξάπλωση, επέκταση («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νεμητής)
για τη σημ. του τ. βλ. και λ. νέμω.