νήιος
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (Autenrieth)
(νηῦς): for ships; δόρυ νήιον, ship-timber, also without δόρυ, Ν 3, Il. 16.484.
Greek Monolingual
νήϊος, -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. νάϊος, -ΐα, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα
κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. -ιος (πρβλ. γάιος, δάιος). Ο αττ. τ. νεῖος < ναῦς, νεός / νεώς.