περίσσιος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

και περίσσος, -α, -ο, ΝΜ
1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.)
2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.)
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, το κανονικό, παραπανήσιος («το πολύ περίσσο χαλά το ίσο», παροιμ.)
4. ο πάρα πολύ μεγάλος, ο υπερβολικά πολύς, ο υπερβολικόςοπού με βάνου... σε περίσσα ζάλη», Ερωτόκρ.)
5. ο περιττός, ο άχρηστος ο περισσευούμενος («λέει περίσσια λόγια»).
επίρρ...
περίσσια και περίσσα και περισσά
πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «περίσσια γλυκομίλητο νέο πνεύμα της θαλάσσης», Σολωμ.
β. «ένα φίλο μπιστικό και φρόνιμο περίσσα», Ερωτόκρ.
γ. «θεὸν τὸν πλουτοδότην νὰ τὸν δοξάσῃς περισσά», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. περισσός κατά το ίσιος].