πολυδεής
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ές, (δέομαι)
A wanting much, Max. Tyr. 21.4.
German (Pape)
[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο-δεής].