ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ ποντοπόρος
1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα
2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῡντας», Πλούτ.)
αρχ.
μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες της ζωής.