παραστέλλω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A draw aside, of a curtain, Hld.10.28 ; τὴν γαστέρα Gal.2.523 ; contract, τοὺς μῦς ib. 225 :—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.