οροπέδιο
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
το (Α ὀροπέδιον και ὀριπέδιον)
1. πεδινή έκταση πάνω σε βουνό ή λόφο, ορεινή πεδιάδα, υψηλή επίπεδη επιφάνεια της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της
2.φρ. «ωκεάνιο οροπέδιο» — μεγάλη υποθαλάσσια έξαρση με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη κορυφή, αλλ. υποθαλάσσιο οροπέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. λεκανο-πέδιο)].