ξεκοιλιάζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια
2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα
3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής
4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι
μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εκοιλίασα (βλ. και λ. ξε- με στερ. σημ.), αόρ. του ἐκκοιλιάζω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].