ξενερίζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου
2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια του νερού
3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από τον τόπο που έχει συνηθίζει να ζει
4. αλλάζω το νερό μέσα στο οποίο έχω αφήσει κάτι προκειμένου να αποβάλει μέρος της αρμύρας ή της πικρίλας του («ξενερίζω τις ελιές»)
5. συνέρχομαι από μεθύσι
6. ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νερό].