ξενερίζω

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου
2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια του νερού
3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από τον τόπο που έχει συνηθίζει να ζει
4. αλλάζω το νερό μέσα στο οποίο έχω αφήσει κάτι προκειμένου να αποβάλει μέρος της αρμύρας ή της πικρίλας του («ξενερίζω τις ελιές»)
5. συνέρχομαι από μεθύσι
6. ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νερό].