ξηροστομία

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

η (Α ξηροστομία)
νεοελλ.
νοσηρή κατάσταση της στοματικής κοιλότητας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική ξηρότητα του στόματος που οφείλεται σε ελάττωση ή και κατάργηση της έκκρισης σάλιου και αποτελεί παρενέργεια φαρμάκων και σύμπτωμα διαφόρων νόσων
αρχ.
ανιαρή, βαρετή ομιλία, ομιλία χωρίς γλαφυρότητα, το να μιλά κανείς ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -στομία (< -στομος < στόμα), πρβλ. κακο-στομία. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerostomia < ξηρός + στόμα.