ξηροστομία

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η (Α ξηροστομία)
νεοελλ.
νοσηρή κατάσταση της στοματικής κοιλότητας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική ξηρότητα του στόματος που οφείλεται σε ελάττωση ή και κατάργηση της έκκρισης σάλιου και αποτελεί παρενέργεια φαρμάκων και σύμπτωμα διαφόρων νόσων
αρχ.
ανιαρή, βαρετή ομιλία, ομιλία χωρίς γλαφυρότητα, το να μιλά κανείς ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -στομία (< -στομος < στόμα), πρβλ. κακο-στομία. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerostomia < ξηρός + στόμα.